φαίναξ

φαίναξ
ἡ, Α
η σελήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα -αξ (πρβλ. κλῖμ-αξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φέναξ — ακος, ὁ και ἡ, Α 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ. β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.) 2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ* 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”